Dictionary of Greek. 2013.
κομοδίνο — το (λ. ιταλ.), μικρό έπιπλο σαν μικρό ερμάριο που τοποθετείται κοντά στο κρεβάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομμοδίνο — το βλ. κομοδίνο … Dictionary of Greek